- αναμφισβήτητος
- η , ο [ος , ον ] бесспорный, неоспоримый, непререкаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναμφισβήτητος — undisputed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμφισβήτητος — η, ο (Α ἀναμφισβήτητος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί 2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή … Dictionary of Greek
αναμφισβήτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αμφισβητιέται, αδιαφιλονίκητος: Ήταν πια ο αναμφισβήτητος κύριος της περιουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναμφισβητήτως — ἀναμφισβήτητος undisputed adverbial ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβήτητον — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc sg ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητητότερα — ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητητότεραι — ἀναμφισβήτητος undisputed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτοις — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτου — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτους — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφισβητήτων — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)